-
1 ὕψι
ὕψῐ, Adv.A on high, aloft,ὕ. δ' ἀναθρῴσκων πέτεται Il.13.140
; ὕ. βιβάς ib. 371;Ζεὺς ἥμενος ὕ. 20.155
, cf. Od.16.264;ἴρηξ.. ἀηδόνα.. ὕ. μάλ' ἐν νεφέεσσι φέρων Hes.Op. 204
; ἐμάχοντο.. ἀπὸ νηῶν ὕ. μελαινάων ἐπιβάντες from high on the ships, Il.15.387;ὕ... ἀέλλη σκίδνατο 16.374
;ὕ... ὁρμίσσομεν
out at sea,14.77
. (Hence ὑψίων, ὑψίτερος, ὕψιστος,—all prob. connected with ὑπέρ.) -
2 ἀναθρῴσκω
A- θορεῖν X.Lac.2.3
: [tense] aor. 1 subj.ἀναθρώξωσι Opp.H.3.293
:—spring up,ὕψι δ' ἀναθρῴσκων πέτεται Il.13.140
; of blood, Emp.100.8; of men,ὃς δ' ἀμβώσας μέγα ἀναθρῴσκει Hdt.7.18
, cf. AP9.774 (Glauc.);ἀναθρῴσκει ἐπὶ τὸν ἵππον Hdt.3.64
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναθρῴσκω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий